- περικυλινδώ
- -έω, Α κυλίω κάτι ολόγυρα, περιστρέφω.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + κυλινδῶ «κυλώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περικυλίνδησις — ήσεως, ἡ, Μ [περικυλινδώ] περιστροφή, περικύλισις* … Dictionary of Greek
περικυλίω — Α [κυλίω] 1. περικυλινδώ* 2. εμπλέκομαι, περιπλέκομαι, αναμιγνύομαι … Dictionary of Greek